απροσωποληψία

απροσωποληψία
η (AM ἀπροσωποληψία)
η αμεροληψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμεροληψία — η [αμερόληπτος] το να είναι κανείς αμερόληπτος, απροσωποληψία, ανεπηρέαστη κρίση …   Dictionary of Greek

  • απροσωπόληπτος — η, ο επίρρ. α αμερόληπτος, αντικειμενικός, δίκαιος: Σε κάθε ζήτημα που θα έκρινε, ήταν κριτής απροσωπόληπτος. Ουσ. απροσωποληψία, η αμεροληψία, αντικειμενικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”